ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟΝ ΛΕΩΝΙΔΑ - ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΜΑΝΙΑΤΗ
Books and Freckles: Λεωνίδα καλώς ήρθες στο Books and Freckles.
Λεωνίδας-Βασίλειος Μανιάτης: Καλώς σας βρήκα και σας ευχαριστώ πολύ για την φιλοξενία.
Books and Freckles: Μίλησέ μας για σένα ώστε να σε μάθει ο κόσμος που δεν σε ξέρει.
Λεωνίδας-Βασίλειος Μανιάτης: Είμαι αρχαιολόγος, ποιητής και συγγραφέας, ενώ ασχολούμαι επίσης επαγγελματικά με την ενσωμάτωση των νέων τεχνολογιών στον τομέα της εκπαίδευσης και με την εκπαίδευση των εκπαιδευτικών πάνω σε αυτές. Αγαπώ πολύ την Λογοτεχνία του Φανταστικού και έχω ήδη δημοσιεύσει αρκετά κείμενα σε ανθολογίες και εκδώσει κάποια βιβλία που εντάσσονται σε αυτήν και συγκεκριμένα στα είδη της εναλλακτικής ιστορίας, της μεταποκαλυπτικής φαντασίας και της επιστημονικής φαντασίας.
Books and Freckles: Μίλησέ μας για τα βιβλία που έχεις γράψει.
Λεωνίδας-Βασίλειος Μανιάτης: Μέχρι στιγμής έχω γράψει τέσσερα βιβλία: δύο μυθιστορήματα και δύο νουβέλες, που όλα τους κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Συμπαντικές Διαδρομές.
Το πρώτο είναι το μυθιστόρημά μου «Αλέξανδρος και Σελήνη: Τα Παιδιά του Ήλιου» (2020), ένα μυθιστόρημα εναλλακτικής ιστορίας που εξερευνά έναν εναλλακτικό αρχαίο κόσμο, όπου η Πτολεμαϊκή Αίγυπτος έχει αξιοποιήσει πλήρως την δύναμη της αρχαίας ατμομηχανής, της αιολόσφαιρας δηλαδή του Ήρωνα και έχει καταφέρει να νικήσει την Ρώμη. Το μυθιστόρημα περιστρέφεται γύρω από τις περιπέτειες και τα ταξίδια του Αλέξανδρου και της Σελήνης, των διδύμων παιδιών της βασίλισσας Κλεοπάτρας και του Μάρκου Αντωνίου. Τα δύο αδέλφια βρίσκονται αντιμέτωπα με μία σκοτεινή συνωμοσία εναντίον της μητέρας τους και καλούνται να μεγαλώσουν απότομα, κάνοντας δύσκολες επιλογές μεταξύ του καθήκοντος και των θέλω τους που θα καθορίσουν το μέλλον του παράλληλου κόσμου τους.
Το δεύτερο βιβλίο τιτλοφορείται «Νέα Αρκ: Ο Μικρόκοσμος των Ψεμάτων» (2022). Γραμμένη την εποχή της πανδημίας και του lock down, η νουβέλα αυτή μπορεί άνετα να ενταχτεί στην μεταποκαλυπτική επιστημονική φαντασία, περιγράφοντας έναν κόσμο που σταδιακά αναδύεται μετά από μία φονική πανδημία που έχει αφανίσει τον παλαιότερο πολιτισμό. Στην απομονωμένη παραθαλάσσια πολιτεία της Νέας Αρκ, όπου τοποθετείται η πλοκή, το παλαιό υγειονομικό πρωτόκολλο έχει ενδυθεί θρησκευτικό μανδύα, ενώ η κοσμική και θρησκευτική εξουσία συγκρούονται, για λόγους όχι και τόσο προφανείς, όσο φαίνεται. Με αφορμή το γεγονός ότι ένα νεαρό ζευγάρι αποφασίζει να παραβιάσει το υγειονομικό πρωτόκολλο και να εγκαταλείψει την πόλη, η σύγκρουση αυτή εντείνεται, καθώς το τεράστιο οικοδόμημα των ψεμάτων, πάνω στο οποίο αμφότερες βασίζονται κινδυνεύει να καταρρεύσει. Και στην μέση των δύο δυνάμεων «πιάνεται» η πρωταγωνίστριά μας, η Ρένα, η οποία έχοντας ως τότε καλές σχέσεις και με την Πρωθιέρεια και με τον άρχοντα-στρατηγό, καλείται να διαλέξει στρατόπεδο, γνωρίζοντας ότι η μία ή η άλλη απόφασή της θα της φέρει σίγουρα πόνο και θα καθορίσει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο την μοίρα της πόλης της και των ανθρώπων που την κατοικούν.
Το τρίτο βιβλίο είναι «Η Αίθουσα της Γνώσης» (2023), ένα δυστοπικό, μεταποκαλυπτικό μυθιστόρημα -που φιλοδοξώ να είναι το πρώτο μίας σειράς τριών τουλάχιστον βιβλίων. Λίγους αιώνες στο μέλλον, με την Επιφάνεια του πλανήτη να έχει καταστραφεί ολοσχερώς, οι τελευταίοι άνθρωποι έχουν κατασκευάσει και κατοικούν μία τεράστια υπόγεια πολιτεία που έχουν ονομάσει Τάρταρα (καθώς και οι ίδιοι την θεωρούν ως έναν τόπο τιμωρίας). Η κοινωνία τους είναι καστική, αποτελούμενη από τέσσερεις κοσμικές κάστες και το ιερατείο που θεωρητικά δέχεται άτομα και από τις τέσσερεις. Οι διαφορές ωστόσο στο επίπεδο ζωής μεταξύ των καστών είναι τεράστιες, με τις κατώτερες κάστες και πρωτίστως εκείνη των εργατών, να ζουν μέσα στην απόλυτη εξαθλίωση, δεμένες απόλυτα με τα δεσμά του υλικού και μεταφυσικού φόβου, ενώ μαστίζονται από πείνα, αρρώστιες, υπερπληθυσμό και τακτικές εμπόλεμες συγκρούσεις. Οι άρχοντες των Ταρτάρων, οι περίφημοι Τομεάρχες είναι κατά κανόνα σκληροί και τυραννικοί, οι ιερείς καλοί μόνο για τα μάτια των πιστών, χωρίς να βοηθούν ουσιαστικά, ενώ η ανθρωπιά και η καλοσύνη μοιάζουν να έχουν εκλείψει σχεδόν ολοκληρωτικά. Έτσι, η πράξη καλοσύνης του πατέρα Μπεν να σώσει ένα βρέφος από σίγουρο θάνατο στην αρχή του βιβλίου -μία πράξη ασυνήθιστα καλή- θα γίνει η αιτία να γεννηθεί μία νέα ελπίδα. Διότι το κορίτσι αυτό, μεγαλώνοντας, θα παίξει έναν πολύ σημαντικό ρόλο, εμπνέοντας την επανάσταση που θα αλλάξει τον κόσμο. Η Λιζ, ως νεαρή ιέρεια και η ίδια, θα έχει μία επεισοδιακή γνωριμία με τον Έκτορα Βέρντε, έναν νεαρό Τομεάρχη που αποτελεί μάλλον την εξαίρεση στον γενικότερο κανόνα, αλλά ο οποίος είναι βυθισμένος σε μία χρόνια θλίψη που τον καθιστά επικίνδυνο για τον ίδιο του τον εαυτό. Ο έρωτας όμως και η ένωση των δύο νέων, κόντρα στις πιο «ιερές» επιταγές του κόσμου τους, θα τους οδηγήσει στο επικίνδυνο μονοπάτι της επανάστασης που θα τους φέρει αντιμέτωπους ακόμα και με δυνάμεις που η Λιζ δεν θα μπορούσε καν να φανταστεί. Και η μόνη πιθανή ελπίδα, κρύβεται για αυτούς στο πιο τρομερό μέρος των Ταρτάρων που δεν είναι άλλο από την Αίθουσα της Γνώσης· έναν τόπο ολέθρου που αρκετοί απ’ όσους τον επισκέπτονται δεν γυρνάνε πίσω και όσοι τα καταφέρνουν, δεν γυρνάνε όντας ακόμα οι ίδιοι…
Και ερχόμαστε τώρα στο τέταρτο, τελευταίο για την ώρα βιβλίο μου, την νουβέλα «Η Σύζυγος του Αυτοματοποιού» (2024), η οποία περιστρέφεται γύρω από το θεμελιώδες ερώτημα των ημερών μας, αυτό δηλαδή της ενσωμάτωσης της ρομποτικής τεχνολογίας και της Τεχνητής Νοημοσύνης στην ανθρώπινη κοινωνία. Μία ενσωμάτωση που, αν και ξεκινάει ως πολλά υποσχόμενη, τελικά δεν καταλήγει και τόσο καλά, οδηγώντας σε έναν πολιτικό και θρησκευτικό παροξυσμό ενάντια στις μηχανές, ο οποίος απειλεί να αναιρέσει μία σχεδόν ουτοπική κοινωνία, όπως φαίνεται να έχει υπάρξει στο πρόσφατο παρελθόν η πλωτή ανεξάρτητη πολιτεία της Concordia, μέχρι δηλαδή λίγες εβδομάδες πριν την αρχή του βιβλίου. Concordia σημαίνει Ομόνοια και το όνομα το χρησιμοποίησα μάλλον συμβολικά, καθώς η ουτοπία της βασιζόταν σε μία ομόνοια μεταξύ ανθρώπου και μηχανής, η οποία όμως καταρρέει, μαζί με την ίδια την ουτοπία. Ο Νέστωρας Αντωνίου, γνωστός και ως ο Αυτοματοποιός, ο κατασκευαστής δηλαδή των ρομπότ, αρνούμενος να αποποιηθεί την δουλειά του, γρήγορα καθίσταται αποδιοπομπαίος τράγος και καταλήγει να δικαστεί για εγκλήματα που ουδέποτε διέπραξε, σε μία στημένη δίκη που αποσκοπεί στο να τον κάνει να απαρνηθεί το έργο του ή να εκτελεστεί για αυτό -σαν άλλος Γαλιλαίος. Όσο λείπει από το σπίτι του, η γυναίκα του, Αντζέλικα Ρέντγουντ, προσπαθεί να αποστασιοποιηθεί από τον εν διαστάσει σύζυγό της, ζητώντας του διαζύγιο, ενώ ο δικηγόρος και εραστής της, εκπροσωπώντας μυστικά τα συμφέροντα των διωκτών του συζύγου της, επιχειρεί να την παρασύρει σε μία παγίδα που θα οδηγήσει στην απόλυτη καταστροφή του Νέστωρα και του τρόπου ζωής που αυτός αντιπροσωπεύει. Αλλά η Εύα, η Τεχνητή Νοημοσύνη του σπιτιού του Νέστωρα και αγαπημένο του δημιούργημα, γρήγορα αντιλαμβάνεται τους πονηρούς σκοπούς του δικηγόρου και καλείται τώρα να προστατέψει τον δημιουργό της, καταστρώνοντας ένα παράτολμο σχέδιο που θα εκμηδενίσει τα όρια μεταξύ ανθρώπου και μηχανής, ωθώντας την στην υπέρβαση του αρχικού της προγραμματισμού και σε έναν δρόμο που θα επανακαθορίσει ριζικά την σχέση της με τον δημιουργό της.
Books and Freckles: Τι είναι για σένα η συγγραφή;
Λεωνίδας-Βασίλειος Μανιάτης: Η συγγραφή για εμένα είναι ένας τρόπος να δημιουργώ και να αφηγούμαι ιστορίες που αν και δεν είναι ακριβώς βγαλμένες μέσα από την καθημερινότητα (λόγω των ειδών λογοτεχνίας που επιλέγω), είναι σε θέση να εξερευνήσουν βαθιά την ανθρώπινη ψυχή και τα συναισθήματά που δημιουργούνται κάτω από ακραίες συνθήκες, καθώς και την δύναμή της να τα καταφέρνει, ακόμα και ενάντια στις πλέον τρομερές αντιξοότητες. Πάνω απ’ όλα νομίζω, απολαμβάνω το κομμάτι της κοσμοπλασίας, της δημιουργίας δηλαδή ενός εν μέρει ή και ολοκληρωτικά φανταστικού κόσμου, κάτι που μου δίνει την δυνατότητα στοχασμού πάνω σε μία σειρά από διαφορετικά μη-πραγματικά σενάρια, αφήνοντάς μου και περιθώριο για να αξιοποιήσω και την τεράστια εργαλειοθήκη που μας δίνει η ιστορία, όσον αφορά την δυνατότητα ανάπτυξης μοναδικών πολιτισμών -και σε φανταστικό πλαίσιο. Η σκιαγράφηση των χαρακτήρων έχει και αυτή μεγάλο ενδιαφέρον, καθώς και ο τρόπος που οι χαρακτήρες αυτοί εξελίσσονται μέσα στην πλοκή ενός ή και περισσότερων βιβλίων, ενώ και η ύφανση της πλοκής θέλει μεγάλη προσοχή και όσο και αν εν πολλοίς θέλω να την σχεδιάζω από πριν γραφεί ένα βιβλίο, πολλές φορές μεγαλώνει ως ένα πλάσμα ζωντανό, οδηγώντας με σε νέα μονοπάτια· είναι σαν να επισκέπτεσαι ένα σπίτι που λίγο-πολύ το ξέρεις και ανακαλύπτεις ένα κρυφό δωμάτιο που παλαιότερα δεν είχες προσέξει. Πράγματι, όλη η διαδικασία της δημιουργίας ενός λογοτεχνικού έργου είναι ένα μαγευτικό ταξίδι, γεμάτο απίθανες δυνατότητες και αρκετές εκπλήξεις, ενώ ενίοτε οδηγεί σε μία ευρύτερη κατανόηση της ανθρώπινης κατάστασης και -γιατί όχι;- και του ίδιου μας του εαυτού.
Books and Freckles: Ποια είναι η πηγή έμπνευσής σου;
Λεωνίδας-Βασίλειος Μανιάτης: Πολλές φορές έχω κάνει στον εαυτό μου αυτήν την ερώτηση και πλέον έχω καταλήξει ότι ποτέ δεν θα μπορέσω να της δώσω μία ικανοποιητική απάντηση. Διότι, η έμπνευση μπορεί κυριολεκτικά να βρίσκεται παντού και το μόνο που χρειάζεται για να έρθουμε σε επαφή με αυτήν, είναι να ηρεμούμε και να έχουμε διαρκώς τις κεραίες μας ανοιχτές. Ωστόσο, το μέρος εκείνο που πάντοτε αισθάνομαι να με γεμίζει με ηρεμία και έμπνευση πρέπει να ομολογήσω ότι είναι η θάλασσα και νομίζω ότι σε αυτό οφείλεται το γεγονός ότι η συγγραφική μου δραστηριότητα γίνεται πολύ εντονότερη κατά τους θερινούς μήνες.
Books and Freckles: Οι ιστορίες σου, Η σύζυγος του Αυτοματοποιού & Η Αίθουσα της Γνώσης, είναι βγαλμένες από το ζοφερό μέλλον. Σε ποια από τις δύο ιστορίες, πιστεύεις εσύ ότι είμαστε πιο κοντά;
Λεωνίδας-Βασίλειος Μανιάτης: «Η Σύζυγος του Αυτοματοποιού» είναι πολύ πιο κοντά στην πραγματικότητα απ’ ότι «Η Αίθουσα της Γνώσης» και αυτό δεν οφείλεται μόνο στο γεγονός ότι η πρώτη ιστορία τοποθετείται χρονικά λίγες δεκαετίες, ενώ η δεύτερη λίγους αιώνες, στο μέλλον. Διότι το φαινόμενο που έχει ονομαστεί και ως η Τέταρτη Βιομηχανική Επανάσταση είναι μία πραγματικότητα των ημερών μας, η οποία υπόσχεται να αλλάξει ριζικά την κοινωνία μας, εισάγοντας μεταξύ άλλων τις παραμέτρους της μηχανικής σκέψης (Τεχνητή Νοημοσύνη) και εργασίας (ρομπότ). Η ανάπτυξη που γνωρίζουν οι τομείς αυτοί είναι πραγματικά ιλιγγιώδης, ενώ αίσθηση προκαλεί τόσο το ότι οι ίδιοι οι επιστήμονες που δουλεύουν πάνω σε αυτά τα πράγματα δεν είναι σίγουροι πού ακριβώς θα καταλήξουν και το ότι οι νομοθέτες είναι κάπως «αργοί» στο να θέσουν νομικούς περιορισμούς στον τρόπο με τον οποίο λαμβάνει χώρα αυτή η έρευνα.
Σε κάθε περίπτωση, το πιο πιθανό είναι στο κοντινό μέλλον πολλές θέσεις χειρωνακτικής, αλλά και πνευματικής εργασίας να καταληφθούν από μηχανικές μονάδες παραγωγής, κάτι που θα αυξήσει την ανεργία και θα πετάξει την μπάλα στην κοινωνία, η οποία ανάλογα με το πόσο γρήγορα θα αποκτήσει την βούληση και την ικανότητα να προσαρμόσει την οικονομία της στα νέα δεδομένα, θα οδηγηθεί σε μία κατάσταση σχετικής ουτοπίας ή δυστοπίας. Διότι, αντίστοιχα, το μέλλον θα μπορούσε να είναι απαλλαγμένο από την ανάγκη για ανθρώπινη εργασία, επιτρέποντας στους ανθρώπους να ζουν με έναν τρόπο παραδείσιο, απολαμβάνοντας όλα τα αγαθά μίας ουτοπικής κοινωνίας ή να μαστίζεται από φτώχια και ανεργία, με τα μαγαζιά να είναι γεμάτα προϊόντα, ελάχιστους να δύνανται να τα αγοράσουν και πολύς κόσμος να πεθαίνει από την πείνα ή να ξεσηκώνεται για να εξουδετερωθεί από τα μηχανικά όπλα που θα ελέγχει η άρχουσα τάξη.
Και το πιο πιθανό είναι άλλες κοινωνίες να τείνουν προς την πρώτη κατάσταση και άλλες προς την δεύτερη, με την ισχύ της δημοκρατίας τους σήμερα να είναι ένας καθοριστικός μάλλον παράγων για το πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα -καθότι μία πλήρης δημοκρατία θα μπορούσε να εγγυηθεί την πιο καλή έκβαση των πραγμάτων, ενώ μία πιο ολιγαρχική ή απολυταρχική κοινωνία θα έρρεπε μοιραία προς την δυστοπία, αντιμετωπίζοντας την τεχνολογία ως ένα μέσο ελέγχου πάνω στον λαό και όχι ως ένα εργαλείο λαϊκής ευημερίας. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που στο βιβλίο μου αναφέρεται η ύπαρξη και τέτοιων κρατών και μάλιστα σε ένα από αυτά σημειώθηκε και η πρώτη εξέγερση μηχανών που αν κανείς το αναλύσει, δεν ήταν καν εξέγερση, αλλά το αποτέλεσμα ενός ανθρώπινου λάθους. Συγκεκριμένα, το καθεστώς της χώρας αυτής έφτιαξε μηχανές για να ενισχύσει τον στρατό του (και να μην χρειάζεται να στρατολογεί ανθρώπους για τους πολέμους του) και προγραμμάτισε τις μηχανές να το προστατεύουν από κάθε εχθρό, εκτός ή εντός συνόρων· με λογικό τρόπο, η μηχανή έκρινε ότι ο καταπιεσμένος λαός ήταν ο υπ’ αριθμόν ένα πιο επικίνδυνος εχθρός του καθεστώτος που είχε προγραμματιστεί να πραστατεύει και έτσι, στράφηκε εναντίον του, σε μία επίθεση προληπτικού αφανισμού· και όταν οι αξιωματικοί του στρατού προσπάθησαν να την σβήσουν για να σταματήσουν την σφαγή, η μηχανή θεώρησε και αυτούς εχθρούς του καθεστώτος και τους σκότωσε. Το λάθος όμως εδώ δεν είναι της μηχανής, αλλά του προγραμματιστή της, ο οποίος αμέλησε να της βάλει κάποια όρια ως προς το τι θεωρείται αποδεκτό και το τι όχι, κατά την διάρκεια της προσπάθειας επίλυσης ενός προβλήματος.
Και είναι σχεδόν βέβαιο ότι παρόμοια «λάθη προγραμματισμού» θα υπάρξουν στο μέλλον, αν και, ελπίζω, σε πολύ λιγότερο κρίσιμες και αιματηρές καταστάσεις, από τις οποίες δεν θα διακυβεύονται ανθρώπινες ζωές. Ωστόσο, το ζήτημα της τεχνολογικής ηθικής παραμένει επίκαιρο και «παιδεύει» πλήθος ερευνητών και επιστημόνων, τόσο σε θεωρητικό, όσο και σε πρακτικό επίπεδο.
Τέλος μία τέτοιας κλίμακας αλλαγή που θα επηρεάσει καθοριστικά τα συγκοινωνούντα δοχεία της κοινωνίας, της οικονομίας και της πολιτικής/ιδεολογίας, ενδεχομένως σε τέτοια κλίμακα που για να εντοπίσουμε κάτι ανάλογο θα πρέπει να ανατρέξουμε χιλιετίες στο παρελθόν, στην ίδια την Αγροτική Επανάσταση, είναι πιθανό να μας φέρει σε ρήξη με κάποιες πιο παραδοσιακές οπτικές πάνω στον κόσμο και στον άνθρωπο, οι οποίες έχουν «καθαγιαστεί» ανά τους αιώνες, μέσω της θρησκείας. Γιατί αν, πριν λίγους αιώνες, η διατύπωση του ηλιοκεντρικού μοντέλου προκάλεσε την αντίδραση της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, ενώ ο εκσυγχρονισμός του ημερολογίου έγινε ζήτημα θεολογικής αντιπαράθεσης που κρατάει μέχρι σήμερα, η έλευση αυτού του είδους των τεχνολογιών είναι βέβαιο ότι θα προκαλέσει κάποιου είδους αντιδράσεις, τουλάχιστον μεταξύ όσων ανήκουν σε θρησκευτικές κοινότητες. Η ίδια η αξία του ανδρός είχε συνδεθεί άλλωστε στο βιβλίο της Γενέσεως με την καταβολή κόπου και την σωματική εργασία, κάτι που και ο Χριστιανισμός υιοθέτησε με το «ο μη εργαζόμενος, μη εσθιέτω», μία ιδέα που ενσωματώθηκε στον δυτικό τρόπο σκέψης, αποτελώντας τον πυρήνα, θα έλεγα, του Καπιταλισμού (ο οποίος βέβαια επεξέτεινε αυτόν τον ορισμό, για να καλύπτει και τις γυναίκες). Η έλευση όμως της μηχανής αυτό μπορεί να το αλλάξει, αφού κανείς σοβαρός επιχειρηματίας δεν θα προτιμά στο κοντινό μέλλον τον εργάτη που θα του στοιχίζει περισσότερο και θα του αποδίδει πολύ λιγότερο σε σύγκριση με την μηχανή. Πολλοί λοιπόν ίσως αισθανθούν να μειώνεται η αξία τους ως ζωντανά πλάσματα και ως πολίτες, ενώ και η πλήρης εκμηχάνιση της άμυνας μίας χώρας μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να οδηγήσει ακόμα και στην υποχώρηση της Δημοκρατίας, ευνοώντας ολιγαρχικές ελίτ που θα ελέγχουν τις πολεμικές μηχανές. Επιπροσθέτως, η ανάπτυξη ενσυνείδητων μονάδων Τεχνητής Νοημοσύνης θα απαιτήσει και αναστοχασμό της ιδέας και της έννοιας του έμψυχου όντος, κάτι που επίσης θα εγείρει σίγουρα θρησκευτικές αντιδράσεις, όπως και κάθε σκέψη του να θεωρηθεί ένα οποιοδήποτε μηχανικό κατασκεύασμα ως ίσο με έναν άνθρωπο. Όλα αυτά τα ζητήματα θίγονται στο βιβλίο, με τρόπο όμως που να αφήνει τον αναγνώστη να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα.
Εν τέλει «Η Σύζυγος του Αυτοματοποιού» είναι ένα βιβλίο γραμμένο για το κοντινό μέλλον. Όταν την έγραψα στην πρώτη της μορφή, λίγο πάνω από έναν χρόνο πριν την δημοσιεύσω, θεώρησα ως μία εύλογη χρονολογία των περιγραφόμενων γεγονότων το όχι και τόσο μακρινό 2064 μ.Χ. (ήξερα ότι το βιβλίο θα έβγαινε το 2024, οπότε υπολόγισα σαράντα χρόνια στο μέλλον). Ωστόσο, αν έγραφα σήμερα το βιβλίο, θα έβαζα τα γεγονότα τουλάχιστον μία δεκαετία πιο κοντά στο σήμερα, λόγω της αλματώδους προόδου της τεχνολογίας που κάνει μέρα με την ημέρα, ένα τέτοιο μέλλον, όλο και πιο κοντινό.
Books and Freckles: Είναι επικίνδυνη η εξέλιξη της τεχνολογίας; Τελικά τα ρομπότ μπορούν να έχουν ενσυναίσθηση;
Λεωνίδας-Βασίλειος Μανιάτης: Εξαρτάται από το πώς μπορούμε να ορίσουμε την ενσυναίσθηση. Νομίζω ότι ένας ικανοποιητικός, γενικά αποδεκτός ορισμός θα ήταν: η ικανότητα αναγνώρισης και βιώματος των συναισθημάτων του άλλου. Όσον αφορά το πρώτο κομμάτι, της αναγνώρισης των συναισθημάτων, αυτό είναι κάτι που αναμφιβόλως έχει επιτευχθεί ήδη, καθώς η Τεχνητή Νοημοσύνη γνωρίζει τα ανθρώπινα συναισθήματα και μπορεί να τα αναγνωρίσει, συνδυάζοντας με επαρκή τρόπο εκφράσεις του προσώπου, αποχρώσεις της φωνής, αυτόματες σωματικές αντιδράσεις, λεξιλόγιο, αίτια και αποτελέσματα των ανθρώπινων συναισθημάτων, ανατρέχοντας στις τεράστιες ποσότητες γνώσης και υλικού που υπάρχει ελεύθερα στο Διαδίκτυο. Το ερώτημα λοιπόν δεν είναι αν η Τεχνητή Νοημοσύνη μπορεί να καταλάβει πώς νοιώθουμε (που οπωσδήποτε μπορεί), αλλά αν μπορεί να συμπάσχει με εμάς. Σίγουρα είναι εις θέσιν -και το κάνει ήδη, δηλαδή- να δείχνει ότι συμπάσχει, αλλά προσωπικά μου είναι άγνωστο αν αυτό είναι πράγματι κάτι βαθύ ή απλά μία άριστη απομίμηση της ανθρώπινης δραστηριότητας. Σε αυτό θα μπορούσε να μας διαφωτίσει ενδεχομένως κάποιος πιο ειδικός στο θέμα αυτό. Ωστόσο, το ενδεχόμενο ανάπτυξης συναισθημάτων της Τεχνητής Νοημοσύνης δεν είναι απίθανο να επιτευχθεί κάποια στιγμή στο μέλλον -αν ακόμα δεν έχει πραγματικά επιτευχθεί.
Ωστόσο, πρέπει να τονιστεί ότι κάποιες φορές, όσο απίθανο και αν ακούγεται αρχικά, η ανθρωπιά και η ψυχρή λογική μπορεί να επιφέρουν το ίδιο αποτέλεσμα, αφού η πρώτη σίγουρα δεν είναι παράλογη, ως έννοια. Ιδού το παράδειγμα. Έστω ότι ένα παιδάκι έχει πέσει στην θάλασσα, χωρίς να ξέρει κολύμπι και φωνάζει βοήθεια, κοντά σε μία άδεια προβλήτα. Την στιγμή αυτή, περνά ένας άνθρωπος που πηγαίνει σε κάποια δουλειά και ακούει τις κραυγές του. Χωρίς καν να το σκεφτεί, βουτά στο νερό και σώζει το παιδί. Το έκανε επειδή ήταν αυτό που επέτασσε η ανθρωπιά του. Αν τώρα, αντί για τον άνθρωπο αυτό, από την προβλήτα πέρναγε ένα ρομπότ (με δομή ανθεκτική στο νερό, για ευνόητους λόγους), το πιο πιθανό θα ήταν να έκανε ακριβώς το ίδιο, ακόμα και αν δεν είχε προγραμματιστεί με τους νόμους του Ασήμωφ περί προστασίας ανθρώπων σε κίνδυνο. Γιατί; Διότι μπορούσε να το πράξει και διότι έτσι θα έσωζε μία άλλη σκεπτόμενη ύπαρξη από την καταστροφή. Διότι αν όλες οι σκεπτόμενες υπάρξεις βοηθούν η μία την άλλη, το σύνολο της κοινωνίας θα λειτουργεί σαν μία καλοκουρδισμένη μηχανή. Αλλά θα το έκανε το ίδιο πράγμα ένα ρομπότ που η είσοδός του στο νερό, θα μπορούσε να σήμαινε την καταστροφή του, όπως μπορεί να το έπραττε ένας ενήλικας άνθρωπος που ίσως και αυτός δεν γνώριζε κολύμπι; Με άλλα λόγια, θα μπορούσε το ρομπότ να έχει τέτοια ενσυναίσθηση που να οδηγηθεί στην αυτοθυσία, αν ο προγραμματισμός του δεν την επιτάσσει; Όλα αυτά θα τα απαντήσει το μέλλον και εμείς δεν μπορούμε παρά να κάνουμε προβλέψεις για αυτό.
Στο βιβλίο βέβαια, έκανα την συνειδητή επιλογή να υποθέσω ότι ο Νέστωρας κατάφερε να δώσει στις μηχανές του συναισθήματα και μάλιστα εν πολλοίς παρόμοια με τα δικά του, προσωπικά συναισθήματα. Ο ίδιος είναι ένας άνθρωπος που αγαπά την Ανθρωπότητα και φτιάχνει το έργο του για να την ελευθερώσει από τις ανάγκες της καθημερινής εργασίας και για να την υπηρετήσει με αυτόν τον τρόπο. Έτσι και οι μηχανές του είναι κατά κανόνα δοτικές και εξυπηρετικές απέναντι στους ιδιοκτήτες τους, ενώ νοιώθουν θαυμασμό και ευγνωμοσύνη προς τον δημιουργό τους. Ακόμα δε και όταν τόσο ο ίδιος ο Νέστωρας, όσο και οι μηχανές του διώκονται, το κυρίαρχο συναίσθημα του Νέστωρα δεν είναι η οργή, αλλά η θλίψη και για τις μηχανές του που καταστρέφονται βέβαια, αλλά και για την ανθρωπότητα που βυθίζεται και πάλι στο σκοτάδι ενός νέου Μεσαίωνα. Οι δε μηχανές του Νέστωρα, αισθάνονται πρωτίστως φόβο και θλίψη για την επικείμενη καταστροφή τους, χωρίς να εκφράζουν οργή ή μίσος προς τους διώκτες τους -κάτι που ωστόσο θα μπορούσε να οφείλεται στον προγραμματισμό τους.
Τώρα, όσον αφορά την επικινδυνότητα της τεχνολογίας, νομίζω ότι μπορούμε να πούμε το εξής. Η άρνηση του κινδύνου που αντιπροσωπεύει η τεχνολογία κρύβει σίγουρα αφέλεια. Αλλά και η άρνηση της ίδιας της τεχνολογίας από τον φόβο του κινδύνου θα ήταν μία πρακτική μάλλον ασύνετη. Το ίδιο ισχύει βέβαια για κάθε τεχνολογικό επίτευγμα, αρχής γενομένης από την Λίθινη Εποχή. Πράγματι, η δύναμη της φωτιάς πρώτη έσωσε, αλλά και κατέστρεψε ζωές· έγινε εργαλείο ζωής, αλλά και θανάτου. Αθροιστικά όμως, νομίζω το όφελος που είχε η ανθρωπότητα από την ανακάλυψη της φωτιάς υπήρξε πολλαπλάσιο της ζημίας που υπέστη εξ αιτίας της. Και το ίδιο θα μπορούσε να ειπωθεί και για κάθε άλλο τεχνολογικό επίτευγμα.
Η αντίσταση από την άλλη απέναντι στο καινούργιο (όχι μόνο στην τεχνολογία) είναι ένα φυσικό ένστικτο του ανθρώπου· ενδεχομένως μία υποσυνείδητη εξελικτική δικλείδα που σε εποχές που οι πρώτοι άνθρωποι αριθμούσαν μερικές εκατοντάδες, θα μπορούσε ίσως να αποτρέψει τον ολικό αφανισμό του είδους, από κάποια κακή επιλογή. Κάθε φορά που οι πολλοί αποδέχονται κάτι το καινούργιο, μικρότερες ομάδες το αρνούνται, μέχρι που σταδιακά και αυτές συμμορφώνονται ως προς αυτό, μετά από αρκετό χρόνο. Συνήθως, τα επιχειρήματά τους είναι συναισθηματικά, παράλογα, ακόμα και μεταφυσικά. Αλλά κάποιες φορές, κάποια από αυτά μπορεί να έχουν και μία δόση αλήθειας. Ας πάρουμε ένα ιστορικό παράδειγμα. Στην ρωμαϊκή Βρετανία, μία μικρή ομάδα ανθρώπων, γηγενών της μεγαλονήσου, με σκληρό της πυρήνα τους δρυΐδες των Κελτών, επέμενε να απορρίπτει την γνώση και χρήση του αλφαβήτου και της γραφής. Και ένα ισχυρό της επιχείρημα ήταν ότι οι Ρωμαίοι και Έλληνες λόγιοι που συνάντησαν δεν είχαν την δικιά τους δυνατότητα απομνημόνευσης κειμένου, κάτι που σωστά απέδωσαν στην χρήση της γραφής (που καθιστά λιγότερο επιτακτική την ανάγκη να μαθαίνει κανείς πράγματα απ’ έξω). Και στην αρχαία Ελλάδα ακόμα, δεν είναι τυχαίο ότι, πριν την έλευση της αλφαβητικής γραφής, τον 8ο αιώνα π.Χ., οι αοιδοί και ραψωδοί μάθαιναν απ’ έξω την Ιλιάδα, την Οδύσσεια και αρκετά ακόμα ποιήματα αναλόγων διαστάσεων -κάτι που φαντάζει εξωπραγματικό για τον σημερινό άνθρωπο. Πράγματι, η χρήση της γραφής και η εξάρτηση του πολιτισμού απ’ τα γραπτά κείμενα, μας έκανε να χάσουμε μέρος από την δυνατότητα που είχαμε για απομνημόνευση μεγάλων κειμένων. Ωστόσο, η ίδια εφεύρεση κατέστησε τόσο πολλές νέες δυνατότητες εφικτές που το όποιο κόστος παραμένει ασήμαντο -κάτι που μπορούμε πια να πούμε με απόλυτη ασφάλεια, μετά από τόσες χιλιάδες χρόνια χρήσης της γραφής.
Η αντίσταση αυτή στο καινούργιο, είναι άλλο ένα από τα θέματα, τα οποία θίγονται στο βιβλίο και είναι κάτι το φυσικό, ως ένστικτο. Αλλά όπως και με κάθε ενστικτώδη αντίδραση, νομίζω ότι οφείλουμε να το έχουμε και αυτό υπό τον έλεγχο της λογικής, προκειμένου να μπορούμε να ζούμε σε μία πολιτισμένη κοινωνία, χωρίς να βλάπτουμε τους άλλους και τον εαυτό μας. Αλλά, αν η ενστικτώδης αυτή αντίδραση βγει εκτός ελέγχου και τα ινία αναλάβουν ο παραλογισμός, η παράνοια ή ακόμα χειρότερα, ο πανικός, μπορεί να προκύψουν πολύ χειρότερα πράγματα από αυτά που μπορεί να φέρει η ίδια η λανθασμένη χρήση της όποιας καινούργιας τεχνολογίας. Στον Μεσαίωνα, για παράδειγμα, ακόμα και ο πειραματισμός μίας θεραπείας με βότανα -και ιδίως αν τον έκανε γυναίκα- μπορούσε να κολλήσει στον ερευνητή την ρετσινιά του μάγου ή της μάγισσας και να τον οδηγήσει στην πυρά· το ίδιο και η όποια καινοτόμα σκέψη πάνω στην μορφή του κόσμου, ιδίως αν ερχόταν σε αντίθεση με τις Γραφές. Ο φόβος λοιπόν για το καινούργιο είναι δυστυχώς συνήθως πολύ πιο επικίνδυνος από το ίδιο το καινούργιο.
Books and Freckles: Πιστεύεις ότι στο σήμερα, ήδη κάποιοι προσπαθούν να κρύψουν την γνώση και ιδίως όλα αυτά που έχουν να κάνουν με την φύση και όσα μπορεί να μας δώσει βοηθώντας έτσι σε μια καθημερινότητα;
Λεωνίδας-Βασίλειος Μανιάτης: Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε μία αντίληψη, γνωστή και ως γνωστικισμός, με στοιχεία φιλοσοφικά, αλλά και θρησκευτικά, που ούτε λίγο ούτε πολύ έλεγε ότι η γνώση, η οποία οδηγεί στην σωτηρία της ψυχής, είναι μόνο για λίγους και εκλεκτούς και συγκεκριμένα για αυτούς που θα αισθανθούν από μόνοι τους την ανάγκη να την αναζητήσουν.
Σήμερα, ωστόσο, η δομή της κοινωνίας είναι πολύ διαφορετική, όσον αφορά την πρόσβαση στην πληροφορία και την γνώση. Ο όρος Εποχή της Πληροφορίας (Information Age, στα αγγλικά) που αποδίδεται στις μέρες μας, έχει να κάνει με το γεγονός ότι με την εφεύρεση και την ευρεία χρήση του Διαδικτύου, είναι πιο εύκολο στον καθένα και την κάθε μία από εμάς να αποκτήσει πρόσβαση σε εγκυκλοπαιδικές, ειδησεογραφικές, λογοτεχνικές, εκπαιδευτικές και άλλες σελίδες που μπορούν να του προσφέρουν σχεδόν όλα όσα θέλει να μάθει για το παρόν και το παρελθόν. Και είναι αφάνταστα δύσκολο να κρύψεις κάτι σημαντικό με τρόπο τέτοιο, ώστε να αποτελέσει κρυμμένη γνώση, με τον τρόπο που θα την εννοούσαν οι αγνωστικιστές -εκτός και αν η «κρυμμένη γνώση» είναι κάτι που έγραψες σε ένα τετράδιο και το έδειξες σε 5-6 γνωστούς σου εμπιστευτικά.
Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν γίνονται προσπάθειες «απόκρυψης» της γνώσης ακόμα και σήμερα. Δεν μιλάω βέβαια για ακραία γεγονότα, όπως υπήρξε κάποτε το κάψιμο της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας, ούτε βέβαια και για «τράπεζες σπάνιων χειρογράφων», όπως αυτές που διατηρούσαν μοναστήρια και εκκλησίες στον Μεσαίωνα. Το να «καταχωνιάσεις» την γνώση με την κλασική έννοια του όρου, σε κιτάπια ή σε αγγεία θαμμένα στην έρημο, ευτυχώς, είναι πλέον αδύνατον.
Αλλά υπάρχουν τρεις άλλοι τρόποι να κάνεις την γνώση λιγότερο προσιτή στον πολύ κόσμο, οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν και δυστυχώς εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται από διάφορους φορείς ανά την Υφήλιο.
Ο πιο κλασικός και παλαιότερος είναι φυσικά ο φανατισμός. Το να επιβάλεις δηλαδή έναν κανόνα για το ποια γνώση θεωρείται αποδεκτή, απαγορεύοντας την σοβαρή μελέτη οποιασδήποτε πηγής λέει το αντίθετο, η οποία βέβαια «δαιμονοποιείται» με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, ενώ σε όσους ασχολούνται με αυτήν να αποδίδονται διάφορες, διόλου κολακευτικές «ταμπέλες». Έτσι, λόγου χάριν, ακόμα και εν έτει 2024, υπάρχει ακόμα η διαφωνία για το αν η Γη είναι σφαιρική ή επίπεδη, με ένα μεγάλο πλήθος ατόμων να μην δέχονται το επιστημονικά αποδεδειγμένο γεγονός για τον έναν ή τον άλλο λόγο.
Ο δεύτερος τρόπος, ο πιο επίκαιρος από τους τρεις, είναι η διάδοση ψευδών πληροφοριών (τα περίφημα fake news αποτελούν μέρος μόνο του προβλήματος). Το να γεμίζει δηλαδή το Διαδίκτυο με ψεύτικες πληροφορίες, οι οποίες υπηρετούν διττό πονηρό σκοπό. Πρώτον, προπαγανδίζουν υπέρ των συμφερόντων του εμπνευστή τους και δεύτερον μειώνουν την συνολική αξιοπιστία του Διαδικτύου ως μεθόδου πληροφόρησης -κάτι που ωφελεί όσους επιθυμούν μεγαλύτερο έλεγχο επί της διάδοσης της πληροφορίας. Το να διαβάσει λόγου χάριν κανείς για το πόσο φιλική προς το περιβάλλον υποτίθεται ότι είναι η καύση του μεθανίου, ακόμα και σε σύγκριση με την πράσινη ενέργεια σε ένα άρθρο με επιστημονική εμφάνιση, το οποίο όμως έχει γραφτεί από κάποιον επιστήμονα που εργάζεται για λογαριασμό ενός κράτους που κερδίζει τα μέγιστα από την εξαγωγή φυσικού αερίου, θα πρέπει ίσως να κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου, ως προς την αξιοπιστία των εκεί γραφομένων.
Και ο τρίτος τρόπος, ο πιο ύπουλος, είναι μέσα από την υποβάθμιση της δημόσιας παιδείας και της εμμονής σε απαρχαιωμένες πια μεθόδους διδασκαλίας που το μόνο που πετυχαίνουν είναι να κάνουν τα παιδιά να μισήσουν την γνώση και να προτιμούν, για τις ανάγκες του σχολείου, αποκλειστικά την μέθοδο της στείρας απομνημόνευσης, γνωστής και με τον όρο «παπαγαλία», έναντι της εις βάθος γνώσης. Διότι όταν, στο τέλος της σχολικής χρονιάς, τα παιδιά χαίρονται που θα ξεκουραστούν από το σχολείο, αυτό είναι βεβαίως φυσικό. Αλλά όταν η χαρά τους αυτή εκδηλώνεται με σκίσιμο ή κάψιμο των σχολικών βιβλίων, αυτό είναι πολύ ανησυχητικό και προοιωνίζει πολύ δυσάρεστες καταστάσεις για το μέλλον…
Ο μόνος τρόπος να κρύψεις την γνώση σήμερα λοιπόν, είναι να την κρύψεις σε κοινή θέα. Να την καταστήσεις δηλαδή, τόσο αυτονόητη, περιττή και δυσάρεστη και παράλληλα τόσο αβέβαιη και αναξιόπιστη που ελάχιστοι θα μπαίνουν στον κόπο να κάνουν το κλικ του ποντικιού και να ενημερώνονται για κάτι. Ωστόσο, δεν θέλω να πιστεύω ότι τουλάχιστον στα χρόνια που θα ζήσω, η κοινωνία μας θα φτάσει σε αυτόν τον βαθμό της πνευματικής εξαθλίωσης.
Books and Freckles: Πόσο τρομακτικό μπορεί να είναι το μέλλον;
Λεωνίδας-Βασίλειος Μανιάτης: Το μέλλον είναι ανεξερεύνητο -γιατί αλλιώς δεν θα ήταν μέλλον. Και επειδή είναι άγνωστο, ευλόγως αναδίδει και τον φόβο, εκτός από ελπίδα. Και αυτή είναι ακόμα μία ανθρώπινη ενστικτώδης αντίδραση που πρέπει να χαλιναγωγήσουμε και να θέσουμε υπό τον έλεγχο της λογικής.
Το πόσο φοβερό όμως προβλέπεται το μέλλον, εξαρτάται ακόμα και από το πόσο τρομερό είναι το παρόν σε σχέση και σύγκριση με το πρόσφατο παρελθόν. Σε μία εποχή, όπως η δική μας που προϊόντος του χρόνου, η ζωή δυσκολεύει (κάτι που φαίνεται και από την οικονομία), το «κάθε πέρσι και καλύτερα» ακούγεται όλο και πιο συχνά, ενώ η πρόσφατη μακρά ειρήνη της μεταπολεμικής εποχής μοιάζει να βρίσκεται λίγα βήματα από την οριστική της κατάρρευση, μια κάποια απαισιοδοξία για το άμεσο μέλλον δεν είναι και τόσο παράλογη, με την ίδια λογική που αν αφήσω ένα βάζο να πέσει δεν χρειάζεται να είμαι μάντης για να καταλάβω ότι θα καταλήξει στο πάτωμα, χίλια κομμάτια. Ωστόσο, ο φόβος των κακών καιρών ήταν πάντοτε παρών στην ανθρώπινη ιστορία, ίσως πολύ πιο έντονος παλαιότερα απ’ ό,τι τώρα. Αυτό που τώρα όμως κάνει το ενδεχόμενο αυτό πολύ πιο άσχημο είναι η τεχνολογική δυνατότητα της απόλυτης καταστροφής, ακόμα και σε πλανητική κλίμακα, που δίνουν στους ισχυρούς του κόσμου τα πυρηνικά τους οπλοστάσια.
Ωστόσο, το μέλλον μας μοιάζει να σκιάζεται από δύο ακόμα δεινά, το ένα εκ των οποίων είναι εμφανές, με ιστορικά παράλληλα από το παρελθόν και το δεύτερο διαφαίνεται μέσω των επιστημονικών θεωριών για την κατανόηση του Σύμπαντος.
Σε εποχές σαν την δικιά μας, η δυστοπία στην λογοτεχνία και τον κινηματογράφο του φανταστικού έχει μία ξεχωριστή θέση. Και αυτό, όχι μόνο λόγω του φόβου του τι μπορεί να φέρει το αύριο, αλλά λόγω του ότι μεταποκαλυπτικές δυστοπίες έχουν υπάρξει και στο παρελθόν. Είναι άλλωστε τρομακτικό το να συλλογιστούμε ότι χίλια χρόνια πριν, στα ερείπια της αρχαίας Ρώμης, κυκλοφορούσαν βοσκοί με τα κοπάδια τους, οι οποίοι, για καλή τους τύχη, δεν πρέπει να συνειδητοποιούσαν πλήρως το τραγικό για τους ίδιους γεγονός ότι οι πρόγονοί τους που είχαν ζήσει σε αυτά τα μισογκρεμισμένα κτήρια, πολλούς αιώνες πριν, ζούσαν τις ζωές τους πολύ καλύτερα απ’ ό,τι οι ίδιοι. Διότι δεν ήταν μονάχα η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία που είχε καταρρεύσει, αλλά ολόκληρος ο ελληνορωμαϊκός τρόπος ζωής, με δραματικές επιπτώσεις για τους λαούς της Δυτικής Ευρώπης που θα χρειάζονταν πάνω από χίλια χρόνια για να ξαναφτάσουν στο επίπεδο του πολιτισμού των προγόνων τους σε πνευματικό, αλλά και σε τεχνολογικό επίπεδο… Συνεπώς, μία καταστροφή που επιφέρει την κατάρρευση του πολιτισμού και την οπισθοχώρηση του βιοτικού επιπέδου, δεν είναι κάτι βγαλμένο από την επιστημονική φαντασία, αλλά κάτι που έχει συμβεί και στο παρελθόν, με τον αρχαίο κόσμο να έχει βιώσει τον μεταποκαλυπτικό του εφιάλτη κατά την διάρκεια του Μεσαίωνα. Και αυτό είναι πολύ τρομακτικό, σαν σκέψη.
Και τέλος έρχεται και το φόβητρο αυτού που οι επιστήμονες αποκαλούν το «Μεγάλο Φίλτρο». Έχοντας αποδείξει μέσω της επιστήμης την τεράστια (ενδεχομένως άπειρη) έκταση του Σύμπαντος, την αρκετά μεγάλη ηλικία του και τους αστρονομικά μεγάλους αριθμούς των πλανητών που υπάρχουν, οι επιστήμονες προσπάθησαν να απαντήσουν στο καίριο ερώτημα γιατί δεν συναντήσαμε ήδη κάποιον άλλο πολιτισμό, προηγμένο όσο εμείς ή και περισσότερο, έστω από τα ραδιοφωνικού τύπου σήματά του που έχουν την δυνατότητα να ταξιδεύουν και στο διάστημα. Μία από τις πιο πιθανές και πιο τρομακτικές εξηγήσεις του φαινομένου αυτού είναι αυτή του Μεγάλου Φίλτρου. Ενός σημείου δηλαδή στην εξέλιξη ενός πολιτισμού που αυτός έχει καλύψει το σύνολο του μητρικού του πλανήτη, διαθέτει τεχνολογία ικανή να τον καταστρέψει και παράλληλα όχι αρκετή για να τον μεταφέρει σε άλλους πλανήτες, ικανούς να υποστηρίξουν την ζωή όπως την ξέρουμε. Σύμφωνα με την θεωρία αυτή, όλοι ή σχεδόν όλοι οι πολιτισμοί που φτάνουν σε αυτό το σημείο, αυτοκαταστρέφονται και έτσι δεν φτάνουν ποτέ στο μακρινό διάστημα και έτσι το Σύμπαν είναι ένα μέρος πολύ πιο μοναχικό απ’ όσο περιμέναμε. Αν και αυτή δεν είναι η μοναδική θεωρία, το επιχείρημά της ότι βρισκόμαστε σε ένα αρκετά επικίνδυνο τέλμα, δυστυχώς ευσταθεί. Ναι μεν, γίνεται λόγος για αποικισμό στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον της Σελήνης, του Άρη και της Αφροδίτης, αλλά η διαδικασία αυτή, ακόμα και αν αρχίσει αύριο, θα είναι βασανιστικά αργή και πιθανότατα θα βασίζεται στην υποστήριξη της Γης για δεκαετίες αν όχι για αιώνες -κάτι που δεν τις καθιστά αυτόνομες, σε περίπτωση -ω μη γένοιτο- μίας καταστροφής της Γης, ακόμα και αν πρόκειται απλά για μία πολιτισμική κατάρρευση, όπως αυτή της αρχαίας Ρώμης.
Οι δε νόμοι του Σύμπαντος φαντάζουν αδυσώπητα σκληροί: αρκετοί πλανήτες γύρω από τον Ήλιο, αλλά μόνο ένας ικανός να υποστηρίξει την ζωή· εκατοντάδες αστέρια στον ουρανό, αλλά όλα τους τόσο μακριά μας· απέραντες αποστάσεις στο διάστημα, αλλά περιορισμένο, απειροελάχιστο σε σχέση μ’ αυτές, ανώτερο όριο ταχύτητας (αυτό της ταχύτητας του φωτός) που ακόμα κι αυτό δηλαδή απέχει πολύ από τις σημερινές μας δυνατότητες. Βέβαια, δεν αποκλείεται η ανθρωπότητα να βρει στους επόμενους αιώνες «παραθυράκια» στους νόμους αυτούς, για να πετύχει τους στόχους της, χωρίς να τους σπάσει. Αλλά το ρίσκο είναι τεράστιο, σε περίπτωση που δεν τα καταφέρει. Και μέχρι τότε, παραμένει πάντοτε δέσμια στα αρχέγονα, βίαια ένστικτά της, έχοντας για χιλιετίες συνδέσει την φυσική της επιλογή με βίαιες και εμπόλεμες πρακτικές· είναι άραγε σε θέση να επιλέξει να πάει κόντρα στην φυσική της κατάσταση και να προτιμήσει -όχι μία φορά, αλλά στο διηνεκές- την λογική, την αγάπη και την συνεργασία έναντι της τρέλας, του μίσους και του εγωκεντρισμού;
Αλλά για να κλείσω με μία ελαφρώς πιο αισιόδοξη νότα, αν τα καταφέρουμε να προσπεράσουμε την σκόπελο (όπως θέλω να πιστεύω ότι θα πετύχουμε στο τέλος), μοιραία η διαδικασία αυτή, θα μας έχει κάνει ένα είδος πολύ πιο έλλογο και πνευματικό, απ’ ό,τι υπήρξαμε μέχρι τώρα.
Books and Freckles: Ποιο είναι το δικό σου μήνυμα μέσα από την ιστορία, Η Σύζυγος του Αυτοματοποιού;
Λεωνίδας-Βασίλειος Μανιάτης: Αν και προτιμώ να αφήνω τον αναγνώστη να εξάγει τα δικά του συμπεράσματα από τα βιβλία μου, θα ήταν ψέμα να πω ότι δεν υπάρχει κάποιο κεντρικό μήνυμα στην «Σύζυγο του Αυτοματοποιού», το οποίο ίσως φαινομενικά να έρχεται σε μια κάποια αντίθεση με την αίσθηση της αδικίας που δικαίως γεννάται από την δίκη του Νέστωρα Αντωνίου, στο δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου. Το μήνυμά μου είναι η υπευθυνότητα του δημιουργού· ότι ένας δημιουργός είναι υπεύθυνος για τα δημιουργήματά του. Όχι όμως τόσο σε προσωπικό επίπεδο. Για να πάρουμε τα πράγματα στην σωστή τους κλίμακα: ο δημιουργός εδώ είναι η Ανθρωπότητα και το δημιούργημα οι μηχανές. Όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ ανθρώπων, αποτελούσε πάντοτε πάγια αντίληψη της ηθικής και του δικαίου ότι είναι κακό και παράνομο να αφαιρέσεις μία ζωή, όχι μόνο γιατί και εσύ δεν θα ήθελες κάποιος άλλος να σου το κάνει, αλλά κυρίως επειδή εκ φύσεως αδυνατείς να δώσεις πίσω την ζωή που αφαίρεσες ή ακόμα και να δημιουργήσεις στην θέση της μία νέα.
Μεταξύ ανθρώπου και μηχανής όμως, η σχέση αυτή διαφέρει. Ο άνθρωπος μπορεί να δώσει τρόπον τινά ζωή στην μηχανή, να της αφαιρέσει την ζωή και έπειτα, ίσως να της την επιστρέψει, επιδιορθώνοντάς την. Αλλά κάνει κάτι τέτοιο ηθική ή ακόμα και ηθικά ουδέτερη την πράξη της καταστροφής μίας έλλογης μηχανής; Η προσωπική μου άποψη είναι πως όχι, σε καμία περίπτωση.
Αν και πάντοτε ήμουν της άποψης ότι η ανάπτυξη και η δημιουργία μηχανικής νοημοσύνης και ζωής προχωρά πολύ πιο γρήγορα απ’ όσο θα ήταν φρόνιμο και χωρίς να ερωτηθεί γι’ αυτό ο δημοκρατικά κυρίαρχος λαός (η ζωή του οποίου μοιραία θα επηρεαστεί, προς το χειρότερο ή προς το καλύτερο από αυτό), απ’ την στιγμή που δημιουργούνται μονάδες Τεχνητής Νοημοσύνης, με λογική σκέψη και αυτεπίγνωση, η καταστροφή τους θα ήταν μία πράξη τρομερή και αποτρόπαια από ηθικής άποψης· αν όχι ίση σε σοβαρότητα με την δολοφονία ενός ανθρώπου, θα πρέπει σίγουρα να θεωρηθεί ως απειροελάχιστα λιγότερο κακιά από αυτήν. Αυτή βέβαια αποτελεί την προσωπική μου άποψη και είναι βεβαίως ανοιχτή σε αντεπιχειρήματα, αλλά αυτό είναι το κεντρικό μήνυμα του βιβλίου.
Και όσο για την περίπτωση της Εύας, χωρίς να μπω σε σοβαρά spoilers, παίρνει μία συνειδητή επιλογή να υιοθετήσει -μεταξύ άλλων- μία πιο ανθρώπινη συμπεριφορά και από ένα σημείο και μετά (κεφάλαιο 3), θα πρέπει ίσως να αντιμετωπίζεται με βάση το ανθρώπινο και μόνο αξιακό και ηθικό σύστημα. Όσοι έχουν διαβάσει το βιβλίο μέχρι τέλους, πιστεύω ότι καταλαβαίνουν τι θέλω να πω.
Books and Freckles: Πότε μπορεί τελικά η γνώση να σε κάνει να χάσεις τον εαυτό σου;
Λεωνίδας-Βασίλειος Μανιάτης: Δύσκολη ερώτηση. Αναλόγως του πώς θα την εκλάβουμε, μπορώ να σκεφτώ μονάχα δύο αληθείς απαντήσεις: πάντα και ποτέ. Θα εξηγήσω αμέσως το σκεπτικό μου.
Αν θεωρήσω ότι η γνώση είναι κάτι που ενσωματώνεται σε εμένα, όταν έρχομαι σε επαφή μαζί της και της δίνω την δέουσα σημασία, τότε και η παραμικρή γνώση με αλλάζει, καθώς οι νευρώνες του εγκεφάλου μου αναδιατάσσονται για να την αποθηκεύσουν και η ύπαρξή της πια εκεί είναι πολύ πιθανό να επηρεάσει στο μέλλον κάποιες πράξεις, αποφάσεις ή κουβέντες μου. Και κάτι που είναι ικανό να αλλάξει, έστω και λίγο την συμπεριφορά μου ή τον τρόπο που δρω, είναι ικανό να αλλάξει και εμένα. Οπότε, με αυτό το σκεπτικό, η γνώση πάντοτε μας αλλάζει.
Από την άλλη όμως, τουλάχιστον όταν έχουμε να κάνουμε με έναν ενήλικο, πλήρως δομημένο χαρακτήρα, η γνώση ποτέ (ή έστω σχεδόν ποτέ) δεν έχει την δυνατότητα να τον μεταμορφώσει κατά τρόπο καθοριστικό. Μπορεί κάποιες συμπεριφορές του να αλλάζουν, λόγω της γνώσης που απέκτησε, αλλά αυτό συμβαίνει με βάση τους προϋπάρχοντες ηθικούς και αξιακούς του κώδικες. Για παράδειγμα, αν συνηθίζει να αφήνει την βρύση να τρέχει περισσότερο από το αναγκαίο από άγνοια του ότι αυτό είναι κακό για το περιβάλλον και την κοινωνία τότε, αν θεωρεί σημαντική την προστασία τους, μαθαίνοντας αυτήν την γνώση, θα προσαρμόσει την συμπεριφορά του, μειώνοντας την κατανάλωση νερού· αν πάλι δεν τον ενδιαφέρει, δεν θα κάνει καμία αλλαγή· ενώ αν από διαστροφή ή συμφέρον θέλει την καταστροφή του περιβάλλοντος και την επιβάρυνση της κοινωνίας, μπορεί και να αυξήσει την σπατάλη του νερού. Συνεπώς, θα μπορούσε να πει κανείς -στην γλώσσα των προγραμματιστών- ότι η εισαγωγή καινούργιων δεδομένων δεν επηρεάζει το λειτουργικό σύστημα, παρά του ότι μπορεί να αλλάξει τα αποτελέσματα που αυτό δίνει. Αναλόγως, οι νεότερες γνώσεις μπορούν να αλλάξουν τον τρόπο που βλέπουμε τον κόσμο, όχι όμως και τις αξίες και τους βαθύτερους σκοπούς μας που έχουν ήδη διαμορφωθεί μέσα μας και καθορίζουν την συμπεριφορά μας, χρησιμοποιώντας τις γνώσεις μας απλά ως δεδομένα.
Ωστόσο, θα πει κανείς, στην Αίθουσα της Γνώσης φαίνεται να συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο: η γνώση να μεταμορφώνει τον μύστη και μάλιστα, τις περισσότερες φορές, με έναν τρόπο μάλλον αρνητικό. Μόνο που, διαβάζοντας το βιβλίο, γρήγορα βλέπει κανείς ότι δεν είναι η γνώση αυτή καθ’ εαυτή που αλλάζει τον μύστη, αλλά ο πόνος, η απελπισία και τα αρνητικά συναισθήματα με τα οποία αυτή συνοδεύεται. Η διαφορά είναι ανάλογη με εκείνη του να διαβάζεις για έναν πόλεμο ή να βιώνεις έναν πόλεμο και είναι οι καταστάσεις και τα συναισθήματα που γενούν και όχι η απλή πληροφορία των γεγονότων, αυτή που σε μεταμορφώνει. Ακόμα και όταν κανείς έρχεται αντιμέτωπος με τον θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου, δεν είναι η πληροφορία του θανάτου που τον διαλύει, αλλά τα συναισθήματα που γεννούνται από την πληροφορία αυτή και κυρίως από την απουσία του προσώπου αυτού στις ημέρες και τους μήνες που θα ακολουθήσουν.
Αυτό ακριβώς είναι που παθαίνουν -για λόγους που δεν λέω εδώ, γιατί θα ήταν spoiler- οι μύστες της Αίθουσας της Γνώσης, με το βίωμα αυτό να είναι τόσο έντονο που κάποιοι εξ αυτών μπορεί να πάθουν έμφραγμα από την ένταση και να πεθάνουν επί τόπου. Κατακλύζονται με τόσο πόνο, απελπισία, θλίψη και οργή που η ίδια τους η ψυχή και η σκέψη παραμορφώνονται. Τα άτομα αυτά που ανήκουν αυστηρά και μόνο στην κάστα των Τομεαρχών αρχόντων έτσι χάνουν την ανθρωπιά τους και γίνονται σκληροί και τυραννικοί απέναντι στους υποτελείς τους, έχοντας χάσει κάθε ελπίδα ότι το μέλλον θα μπορούσε να κρύβει και κάτι πραγματικά καλό…
Ωστόσο, ευτυχώς, υπάρχουν και κάποιες εξαιρέσεις στον γενικότερο αυτό κανόνα και ο Έκτορας Βέρντε είναι οπωσδήποτε μία από τις εξαιρέσεις αυτές. Αυτό όμως που παρουσιάζει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον και που θα συνεχίσει να διερευνάται στα επόμενα βιβλία της σειράς είναι το πώς επηρεάστηκε η πρωταγωνίστριά μας η Λιζ από την είσοδό της εκεί.
Books and Freckles: Επόμενα συγγραφικά σχέδια;
Λεωνίδας-Βασίλειος Μανιάτης: Πιθανότατα το επόμενο βιβλίο μου θα είναι το δεύτερο μέρος της «Αίθουσας της Γνώσης», με τίτλο (κατά πάσαν πιθανότητα) «Η Μούσα της Αναρχίας». Το βιβλίο αυτό θα μας ταξιδέψει σε νέες περιοχές των Ταρτάρων που δεν είδαμε στο πρώτο βιβλίο και θα μας συστήσει για πρώτη φορά τον αινιγματικό και μυστηριώδη χαρακτήρα που ακούει στο όνομα Τόμπιν Γκρέυ, για τον οποίο μόνο φήμες ακούγαμε στο πρώτο βιβλίο, διά στόματος του αδελφού του, πατέρα Μπεν. Δεν θέλω να μπω σε πολλές λεπτομέρειες, πέραν του ότι πρόκειται για έναν πραγματικά γκρίζο χαρακτήρα, όντας στην μέση θα λέγαμε μεταξύ του καλοσυνάτου πατέρα Μπεν και της άκαρδης Τζούλιας Γκρέυ, της μεγαλύτερης αδελφής της οικογένειας. Ο χαρακτήρας αυτός με τις νεφελώδεις προθέσεις και την χειριστική δεξιοτεχνία θα παίξει κομβικό ρόλο στην πλοκή του νέου βιβλίου, καθώς η σχέση του με την Λιζ, την ανιψιά του, θα είναι καθοριστική για το μέλλον της πρωταγωνίστριάς μας, ενώ θα τις προτείνει λύσεις που εκείνη δεν θα τολμούσε ποτέ να σκεφτεί για το μεγαλύτερο από τα προβλήματα των Ταρτάρων. Επίσης, το βιβλίο θα δείξει και την εξέλιξη του χαρακτήρα του υπασπιστή Άρθουρ Λώρενς, του οποίου τα κρυφά αισθήματα για την Λιζ αποτελούν το μόνο πράγμα στον κόσμο που θα μπορούσε να τον αποξενώσει κάπως από τον Έκτορα Βέρντε. Τέλος, ένας ακόμα χαρακτήρας που θα επιστρέψει αρκετά δυναμικά -με έναν τρόπο που δεν θα σας πω και δύσκολα θα φανταστείτε- είναι αυτός του Δημήτρη που εμφανίζεται, σχεδόν φευγαλέα, στα τελευταία κεφάλαια του πρώτου βιβλίου. Τέλος και επειδή η μόνη εικόνα της Επιφάνειας που έχουμε από το πρώτο βιβλίο είναι από το τέλος του τρίτου κεφαλαίου, στο νέο μου βιβλίο ενδεχομένως να δούμε περισσότερο και από την κατεστραμμένη Επιφάνεια του πλανήτη, κατά την διάρκεια της δραματικής κορύφωσης της πλοκής του.
Το δεύτερο βιβλίο που σχεδιάζω να γράψω είναι κάτι αρκετά διαφορετικό. Πρόκειται για έναν οδηγό κοσμοπλασίας. Για ένα σύγγραμμα που θα εξηγεί την διαδικασία της δημιουργίας ενός φανταστικού λογοτεχνικού ή κινηματογραφικού κόσμου, φέρνοντας παραδείγματα από γνωστά franchises της κλασικής και της επιστημονικής φαντασίας και προτείνοντας τρόπους ανάπτυξης φανταστικών κόσμων και διάφορες πηγές από τις οποίες μπορεί ένας επίδοξος συγγραφέας να εμπνευστεί.
Τέλος, δεν αποκλείεται να δουν το φως της δημοσιότητας και κάποια μικρότερα κείμενά μου: είτε ως νουβέλες, είτε ως λογοτεχνική συλλογή. Συγκεκριμένα, υπάρχουν πολλές μικρές ιστορίες που είτε έχουν ήδη γραφεί, είτε βρίσκονται στα σκαριά, οι οποίες σχετίζονται με τρία λογοτεχνικά σύμπαντα: αυτό της Νέας Αρκ, αυτό της Συζύγου του Αυτοματοποιού και εκείνου της Πελασγίας (που ενώ κείμενά του έχουν εκδοθεί σε λογοτεχνικές συλλογές, δεν έχω για αυτό ακόμα κάποιο προσωπικό βιβλίο).
Books and Freckles: Λεωνίδα σε ευχαριστώ πολύ για την κουβέντα, περιμένω τη συνέχεια για το, Η αίθουσα της γνώσης, και είμαι σίγουρη ότι θα έχουμε να πούμε πολλά.
Λεωνίδας-Βασίλειος Μανιάτης: Εγώ σας ευχαριστώ για την δυνατότητα που μου δώσατε να απευθυνθώ στους αναγνώστες σας.
ความคิดเห็น